ὁπότε

ὁπότε
ὁπότε, dann wann, wenn, als; οὐδ' ὑμεῖς περ ἐνὶ φρεσὶ ϑέσϑε μ' ἀνεγεῖραι, ὁππότ' ἐκεῖνος ἔβη, als jener ging; ἦ ῥά τι ἴδμεν, ὁππότε Τηλέμαχος νεῖτ' ἐκ Πύλου, wissen wir, wann Telemach heimkehrt; häufig im Vergleich, ὡς ὁπότε, wie wenn; zeitbedingend: dann, wann, so oft als; Ausdruck der wiederholten Handlung in der Vergangenheit: so oft. Auch wie quoniam: da, da einmal; χαλεπὰ τὰ παρόντα, ὁπότε στρατηγῶν τοιούτων στερόμεϑα, da wir solcher Feldherren beraubt sind; ἦν δὲ ὁπότε, bisweilen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὁπότε — when indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπότε — (Α ὁπότε, επικ. τ. ὁππότε, ιων. τ. ὁκότε, δωρ. ποιητ. τ. ὁππόκα, κυρηναϊκός τ. ὁπόκα) (επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια στιγμή, όταν («ὁπότε μιν ξυνδῆσαι Ολύμπιοι ἤθελον ἄλλοι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. στην περίπτωση αυτή, και τότε («θα δεις πώς είναι… …   Dictionary of Greek

  • όποτε* — (σύνδ. και επίρρ. χρον.) 1. όποια στιγμή, όταν («μού τά επιστρέφεις όποτε μπορέσεις») 2. οσάκις, κάθε φορά που, όσες φορές συμβαίνει να... («νά ρχεσαι όποτε θέλεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὁπότε, με αναβιβασμό τού τόνου κατά το ὅταν] …   Dictionary of Greek

  • όποτε — σύνδ. χρον., οπότε, όταν, οπόταν: Όποτε θέλεις τηλεφώνησε μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χὠπότ' — ὁπότε , ὁπότε when indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὠπότε — ὁπότε , ὁπότε when indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπότ' — ὁπότε , ὁπότε when indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁκότε — ὁπότε when ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁππότε — ὁπότε when epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”